- νέκυια
- η (Α νέκυια και νεκύα)1. μαγική τελετή που αποσκοπούσε στην πρόσκληση τού πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντι νεκυίᾳ τε χρησαμένῳ μαθεῑν περὶ τοῡ τέλους τοῡ βίου αὐτοῡ», Ηρωδιαν.)2. ως κύριο όν. Νέκυια ή Νεκύα ή Νεκυομαντείατίτλος τής ενδεκάτης (λ) ραψωδίας τής Οδύσσειας, όπου περιγράφεται η κατάβαση τού Οδυσσέα στον Άδη και η συνομιλία του με τους νεκρούς («ὅσας ἐν νεκυίᾳ κατωνόμακεν», Πλούτ.)αρχ.1. επικήδεια, επιτάφια τελετή2. πλήθος ασήμαντων ανθρώπων, συρφετός, όχλος3. άλλη ονομασία τού φυτού φλόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + κατάλ. -ια (πρβλ. αλήθε-ια). Ο τ. νεκύα «ονομ. τού φυτού φλόμος» (πρβλ. καρ-ύα, σικ-ύα) αποδόθηκε στο φυτό επειδή τό χρησιμοποιούσαν για να εξορκίσουν τον θάνατο].
Dictionary of Greek. 2013.